Μιχάλης Γκανάς

Μιχάλης Γκανάς

Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
“Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και τον πατέρα…
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και τον πατέρα·
απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε σα να ‘ταν λαβωμένος.
Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον,
με το βαρύ αμπέχωνο στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί και τους παλιούς του φίλους,
και ρίξε χιόνι ύστερα, άσπρο σαν κάθε χρόνο.
Να βγαίνει η μάνα να κοιτά από το παραθύρι,
την έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια
κι όλοι να της το κρύβουμε πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε κι εμάς μαζί σου,
με τους ανήλικους γονείς, παιδάκια των παιδιών μας.
Σε στρωματσάδα ρίξε μας μια νύχτα του χειμώνα,
πίσω απ’ τα ματοτσίνορα ν’ ακούμε τους μεγάλους,
να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστημούν το χιόνι.
Κι εμείς να τους λυπόμαστε που γίνανε μεγάλοι
και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους,
να δουν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε”.
Επιστροφή
Τηλέφωνο
Viber